Αν σε μισήσουν: αγάπησέ τους, Αν σε πληγώσουν: λάτρεψέ τους, Αν σε πικράνουν: συγχώρεσέ τους... Μην ξεχνάς: ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ!

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Το χρονικό της Σφαγής της Χίου




Την εποχή του ξεσηκωμού για λευτεριά, η Χίος βρίσκονταν σε θέση ζηλευτή από απόψεως πλούτου και προνομιών από την Υψηλή Πύλη. Για δεύτερη φορά στην ιστορία της (μετά τον 6 π.Χ. αιώνα) ο πληθυσμός της ξεπερνούσε τις 100000 ψυχές και η Δημογεροντία διοικούσε το νησί με ξεχωριστά προνόμια που έκαναν την Τουρκική παρουσία σχεδόν σκιώδη. Ο πλούτος όμως αυτός και τα προνόμια, έγιναν οι αιτίες της τέλειας καταστροφής της. Από τη μια γιατί οι πρωτεργάτες του ξεσηκωμού ήθελαν να μπουν στη δούλεψη του αγώνα τα γερά χιώτικα πουγκιά και από την άλλη, γιατί δόθηκε η ευκαιρία στους Τούρκους να εκδικηθούν τους μέχρι τότε προνομιούχους Χιώτες. Το βράδυ της Τετάρτης 9 του Μάη 1821, Υδρείκα καράβια με τον ναύαρχο Ιάκωβο Τομπάζη αράζουν στη Βρύση του Πασά, στο Βροντάδο. Σκοπός τους, να ξεσηκώσουν το νησί. Δεν ήταν μόνο δική τους η πρωτοβουλία. Πίσω από τον Τομπάζη βρίσκονταν ο φλογερός πατριώτης Νεόφυτος Βάμβας, ο Χατζηαντώνης Μπουρνιάς, ο Ι. Ράλλης και ο υποπρόξενος της Ρωσίας στη Χίο Νικόλαος Μυλωνάς. Έρχονται σ' επαφή με το αρχοντολόι του νησιού, το οποίο όμως δε συμφωνεί μαζί τους. Τα επιχειρήματα τους δεν είναι σαθρά. Ο πληθυσμός είναι ειρηνικός, απόλεμος και κύρια άοπλος. Η κλεφτουριά και το αρματολίκι δεν αναπτύχθηκαν στο νησί και λείπει το πολεμικό προζύμι. Από την άλλη μεριά, γεωγραφικά βρίσκεται δίπλα στα Μικρασιατικά παράλια. Λίγες ώρες φτάνουν για να μεταφερθεί εκεί στρατός και να καταπνίξει την επανάσταση αν δεν κλείσει το στενό και αν δεν παρθεί πρόνοια για το σταμάτημα του Τουρκικού στόλου που ακόμη βρίσκονταν κρυμμένος στα στενά. Ο Τομπάζης αντιλαμβάνεται την λογική των Χιωτών και δεν επιμένει. Σηκώνει τις άγκυρες των καραβιών του και φεύγει. Περνώντας από το Κάστρο της Χίου ρίχνει καμπόσους άσκοπους πυροβολισμούς, δέχεται άλλους τόσους και χάνεται. Το ταξίδι όμως και οι άσκοποι πυροβολισμοί δε μένουν χωρίς συνέπειες. Από την άλλη κιόλας μέρα, η Τουρκική διοίκηση παίρνει τα μέτρα της. Μαζεύει από τον πληθυσμό και τα κυνηγητικά λιανοντούφεκα, όσα υπήρχαν, και για να σιγουρέψει την υποταγή του νησιού ζητά δέκα πρόκριτους για όμηρους. Το αρχοντολόι αποκρίνεται πρόθυμα. Είχε καταφέρει να διώξει μακριά τον κίνδυνο και ένοιωθε ασφαλισμένο. Έτσι, αντί για δέκα, βρίσκονται 44 Πρόκριτοι όμηροι στους Τούρκους. Μαζί τους ο Μητροπολίτης Πλάτων και ο Αρχιδιάκος του Μακάριος Γαρής. Το μαντάτο ότι η Χίος ετοιμάζεται για επανάσταση ξυπνά τα αίματα των πλιατσικολόγων. Από τις αντικρινές ακτές φτάνουν ταγκαλάκια, γιορουκλήδες, ζειμπέκια και τουρκοκρητικοί που καταδυναστεύουν τον πληθυσμό. Τόσο πολύ, που η Υψηλή Πύλη επεμβαίνει, απελαύνονται οι άτακτοι και αντικαθιστώνται με 1000 τακτικούς και άλλους 1000 κάτω από τη διοίκηση του Ελέζογλου, ανθρώπου που αργότερα, στη μεγάλη σφαγή, σεβάστηκε την ανθρώπινη ζωή. Το Σάββατο 11 Μαρτίου 1822, αποβιβάζονται στο Κοντάρι 2.500 Σαμιώτες άοπλοι σχεδόν, με αρχηγό τους τον Λυκούργο Λογοθέτη. Από χιώτικης πλευράς συμμετέχει ο Χατζηαντώνης Μπουρνιάς από την Πυραμά που είχε κάποια πολεμική εμπειρία από τους Ναπολεόντειους πολέμους.

Οι Τούρκοι αιφνιδιάζονται και μετά από μια μικρή μάχη κλείνονται στο κάστρο. Οι επαναστάτες φτάνουν νικητές, και τροπαιούχοι στη Χώρα της Χίου και για να κάμουν κάτι καίνε τα τούρκικα μαγαζιά και τζαμιά της πόλης. Την επομένη ο Λυκούργος Λογοθέτης διορίζει Χιώτες γενικούς εφόρους, οχυρώνονται και ψάχνουν για μπαρουτόβολα. Όπως είναι γνωστό πια, οι περισσότεροι στρατιώτες, όχι μόνο οι ντόπιοι εθελοντές αντάρτες αλλά και του σαμιώτικου εκστρατευτικού σώματος, ήταν οπλισμένοι με μαχαίρια δεμένα πάνω σε μακριά μπαστούνια. Και όταν απόχτησαν τηλεβόλα, έβαλαν βουτηχτάδες να ψάχνουν για σφαίρες στον .. πάτο του λιμανιού της Χίου. Οι Σαμιώτες άτακτοι, επιδόθηκαν στο πλιατσικολόγημα και έστελλαν στο νησί τους καΐκια ολόκληρα από λάφυρα. Ο Χατζηαντώνης Μπουρνιάς διεκδικούσε την Αρχιστρατηγία της εκστρατείας από το Λογοθέτη, σύγχρονα όμως κυνηγούσε και κάποιους προνοητικούς Χιώτες άρχοντες που φόρτωναν νύχτα τις φαμελιές τους και τ' αγαθά τους στα καΐκια για να φύγουν από το νησί. Οι Τούρκοι τα βλέπουν όλα τούτα και καταλαβαίνουν πως ο κίνδυνος που διατρέχουν δεν είναι μεγάλος. Στις 30 του Μάρτη 1822, Μεγάλη Πέμπτη κάνει την εμφάνιση της η Τουρκική αρμάδα με καπουδάν πασά τον Καρά Αλή. Σύγχρονα στην Πόλη, όπου είχαν φτάσει τα νέα του ξεσηκωμού της Χίου, απαγχονίζονται οι απεσταλμένοι των Χιωτών Π. Ροδοκανάκης, Μ. Σκυλίτσης, Θ. Ράλλης και 60 από τους γνωστότερους ντόπιους Χιώτες εμπόρους. Η εμφάνιση του τούρκικου στόλου είναι αρκετή για να διαλύσει τους επαναστάτες. Οι Ψαριανοί μπαίνουν στα καράβια τους και φεύγουν, οι Σαμιώτες το ίδιο και μόνο λίγοι Χιώτες κρατούν κάποια υποτυπώδη άμυνα, δίνοντας τον καιρό στον πληθυσμό της πόλης να βγει στα βουνά και τους μικρούς κολπίσκους του νησιού περιμένοντας τη σωτηρία από τα πλεούμενα. Μεγάλη Παρασκευή, 31 Μάρτη, ο Καρά Αλής δίνει γενική αμνηστία με αντάλλαγμα την υποταγή και την κατάθεση των όπλων, που όμως δε γίνεται δεκτή από τους αρχηγούς της επανάστασης. Αρχίζει ο βομβαρδισμός της πόλης και η απόβαση. Σύγχρονα, από τα Μικρασιατικά παράλια αρχίζουν να καταφθάνουν κάθε είδους πλοιάρια γεμάτα με άτακτους πλιατσικολόγους, που αρχίζουν αμέσως τη σφαγή, τις πυρπολήσεις τους εξανδραποδισμούς. Ο καπουδάν Πασάς Καρά Αλής, μια αμφισβητούμενη προσωπικότητα, ερχόταν στο νησί με εντολή να μη το ερημώσει. Όσο αναστατωμένοι κι αν ήταν οι Τούρκοι αντιλαμβάνονταν ότι η καταστροφή του νησιού θα είχε επιπτώσεις και στη δική τους οικονομία, ειδικότερα δε στην προμήθεια του χαρεμιού με το αρωματικό μαστίχι. Εκδίδει διαταγή λοιπόν, να μη σφάζονται γυναίκες κάτω των 40 χρονών και παιδιά 2-12 χρονών και οπωσδήποτε όχι μαστιχοκαλλιεργητές. Ο υπόλοιπος πληθυσμός, παραδίνονταν θυσία στην αγριότητα. Η παροιμία είντα Χιώτης, είντα Σουλιώτης, έχει την αρχή της στις τραγικές μέρες που ακολούθησαν με τις σφαγές και τις ατιμώσεις. Την πρώτη κιόλας μέρα της Σφαγής σφάζονται 9000 άνθρωποι και αιχμαλωτίζονται 12000. Είναι κυρίως άνθρωποι της πόλης, εκείνοι που δεν πρόλαβαν να φύγουν στα βουνά. Το μοναδικό σημείο αντίστασης, το πυροβολείο της Τουρλωτής πέφτει αμέσως και οι Τούρκοι επιδίδονται στο έργο τους ανενόχλητοι κυνηγώντας και σφάζοντας τον άμαχο πληθυσμό. Το Μεγάλο Σάββατο οι Τούρκοι προχωρούν έξω από τη Χώρα, καίνε τα Θυμιανά και το Νεχώρι και πολιορκούν το μοναστήρι του Αγίου Μηνά στο οποίο έχουν κλειστεί 3000 κατατρεγμένοι. Δυστυχώς σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές οι Σαμιώτες που αστόχαστα με την εκστρατεία τους έφεραν τα δεινά στη Χίο έφυγαν εκτός από περίπου πενήντα, μαζί με τον αρχηγό τους Λυκούργο που κατέφυγαν στον Ανάβατο, που είχε γεμίσει από κυνηγημένους. Ο τόπος προσφέρονταν για αντίσταση, οι Σαμιώτες όμως δεν αποκρίνονταν στους Τούρκους επιδρομείς, έκαναν οικονομία στα μπαρουτόβολά τους, για να γλιτώσουν. Και στον Ανάβατο όμως την αντίσταση την αναλαμβάνουν οι ντόπιοι, που μη έχοντας όπλα σταματούν τους Τούρκους με πέτρες. Όχι για πολύ βέβαια. Για να παραδοθεί και ο Ανάβατος στην ιστορία, με το ολοκαύτωμά του. Στο μεταξύ βέβαια, ο Λυκούργος και οι 50 στρατιώτες του βρήκαν το πλοίο κάποιου Κεφάλα που τους πέρασε στα Ψαρά. Παρά τις παρακλήσεις δεν πήραν μαζί τους τον άμαχο πληθυσμό που έμεινε στο έλεος των εξαγριωμένων Τούρκων. Οι κατατρεγμένοι ακολούθησαν δυο δρόμους σωτηρίας. Ο ένας προς το βορρά. Προς το Κάβο Μελανιός και τους γύρω κολπίσκους, ελπίζοντας ότι από εκεί θα ήταν εύκολη η διαφυγή προς τα Ψαρά. Ο άλλος προς το νοτιά, προς τα Μαστιχοχώρια που ακόμα δεν είχε μπει λεπίδι. Στο Πασά - Λιμάνι, ο Ανδρέας Βώκος γνωστός με το παρατσούκλι Ανδρέας Μιαούλης, μεταφέρει κόσμο με τα καράβια του στα κοντινά νησιά των Κυκλάδων. Χωρίς αμοιβή. Χωρίς τις αθλιότητες που έγιναν στο Κάβο Μελανιός, όπου η σωτηρία ανταλλάσσονταν με όλα τα υπάρχοντα της φαμίλιας, ακόμη και ρούχα. Για όσους είχαν βέβαια. Όσοι δεν είχαν χρυσαφικά μαζί τους, αυτήν τραγική στιγμή, καταδικάστηκαν να γνωρίσουν τη σφαγή. Πέντε μέρες κράτησε η πρώτη σφαγή και ο Καρά Αλής συμφωνεί με τον Βαχίτ να κηρύξουν αμνηστία. Φωνάζουν τους Πρόξενους Αυστρίας και Γαλλίας και κατόπιν τους στέλνουν στα Μαστιχοχώρια, να διακηρύξουν ότι η τιμωρία τέλειωσε. Ο πληθυσμός να καταθέσει τα όπλα και να γυρίσει στα σπίτια του. Τους 70 πρώτους που επέστρεψαν τους πήρε ο Καρά Αλής και τους κρέμασε από τα κατάρτια της καπιτάνας του. Οκτώ κρέμασε ο Βαχίτ στο Κάστρο, ενώ συγχρόνως έσφαξε τους καλόγηρους της Μονής Χαλάνδρων και τους Καλλιμασιώτες. Όσοι πίστεψαν τις Προξενικές διαβεβαιώσεις, γνώρισαν το θάνατο. Κυριακή 23 Απρίλη, έξω από το Κάστρο της Χίου στήνονται 63 πάσσαλοι. Από πολύ πρωί αρχίζουν και βγάζουν τους φυλακισμένους προύχοντες και τους κρεμούν στη σειρά. Ανάμεσα στους, ο Μητροπολίτης Πλάτωνας και ο Αρχιδιάκονος του Μακάριος Γαρρής. Τα ακέφαλα πτώματα τους τα σέρνουν στους δρόμους ενώ τα κεφάλια παλουκώνονται στο Κάστρο. Το σώμα του Δεσπότη το πετούν στη θάλασσα που το εκβράζει στην Εγνούσα (Οινούσσες). Τρεις μέρες μετά τον απαγχονισμό των προυχόντων βασανίζεται απάνθρωπα ο Πρόξενος της Δανίας στη Χίο Κωνσταντίνος Σαλονικιός και τελικά ανασκολοπίζεται. Η οικογένειά του πουλήθηκε στην Τύνιδα και μετά από πολλά χρόνια εξαγοράστηκε από το βασιλιά της Δανίας. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του Τούρκικου τελωνείου της Χίου, μέχρι τις 25 Μαΐου είχε δοθεί δικαίωμα μεταφοράς 41000 ανθρώπων, κυρίως πλουσίων οικογενειών στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Ο Καρά Αλής ήταν άνθρωπος μετριοπαθής, επιφορτισμένος επιπρόσθετα με εντολές από την Υψηλή Πύλη να τιμωρήσει μεν παραδειγματικά το νησί αλλά να μη το αφανίσει ολοκληρωτικά. Ο Σουλτάνος ενδιαφέρονταν για προμήθεια του χαρεμιού του με το μυρωδάτο μαστίχι. Γρήγορα λοιπόν ο Καρά Αλής ήρθε σε αντίθεση με τον διοικητή του νησιού, το Βαχίτ που ήταν αιμοχαρής και αδίστακτος. Όταν άρχισε το Μπαϊράμι, πάνω στη Ναυαρχίδα, το όνομα της οποίας ήταν Μπουρλότα σαϊμάζι, δηλαδή εκείνη που καταφρονεί τα μπουρλότα, υπήρχαν 2286 ψυχές. Με μια παράτολμη επιχείρηση ο Κωνσταντίνος Κανάρης καταφέρνει με το πυρπολικό του να την πυρπολήσει, προκαλώντας ενθουσιασμό στον ελληνικό πληθυσμό και ένα είδος απάντησης – εκδίκησης για τα προηγούμενα γεγονότα. Η καταστροφή της καπιτάνας από τον άγνωστο μέχρι τότε Ψαριανό ναύτη Κωνσταντή Κανάρη, είχε πολλές επιπτώσεις και στην τύχη του νησιού και στη εξέλιξη του αγώνα. Μόλις οι Τούρκοι συνήλθαν από τον αναπάντεχο κακό που τους βρήκε, έκαμαν το τελευταίο γιουρούσι τους. Πλειοδοτεί σε σκληρότητα ο Τούρκος Διοικητής Βαχίτ πασάς και οι στρατιώτες του, 40000 στρατός και στίφη ατάκτων αποβιβάστηκαν στο νησί. Οι διαταγές του Βαχίτ θα εκτελεσθούν επακριβώς σε αμάχους, σκληρά, απάνθρωπα και φρικτά. Γυναίκες για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού πέταξαν τα μικρά τους στην θάλασσα και στη συνέχεια πνίγηκαν και αυτές. Άλλες στους βράχους γκρεμίζονταν ή αυτοκτονούσαν. Ολόκληρη η Χίος μετατράπηκε σε σφαγείο. Η παράδοση λέει πως οι Τούρκοι διάβηκαν το νησί κρατώντας ο ένας τον άλλο χέρι με χέρι ώστε να μη μείνει σπιθαμή γης ανεξερεύνητη, σπηλιά και λαγούμι που να μη το ψάξουν, να μη κυνηγήσουν και σκοτώσουν τους δυστυχισμένους. Η μεγάλη σφαγή έγινε στο Κάβο Μελανιός σε σημείο που η θάλασσα εκεί κοκκίνισε από το αίμα των σφαγμένων. Υπολογίζεται ότι πάνω από 25000 Χιώτες θανατώθηκαν συνολικά από τους τούρκους ενώ πάνω από 45000 οδηγήθηκαν στα βάθη της Μικράς Ασίας σαν σκλάβοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!