Αν σε μισήσουν: αγάπησέ τους, Αν σε πληγώσουν: λάτρεψέ τους, Αν σε πικράνουν: συγχώρεσέ τους... Μην ξεχνάς: ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ!

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Το θαμμένο πηγάδι : απο τον Αλέξη Πανσέληνο



Βραδάκι της 11ης Φεβρουαρίου 1948, η πόλη ετοιμαζόταν για τον καθημερινό της λήθαργο. Στην παραλιακή πύκνωνε η κίνηση, βιαστικά βήματα πνίγονταν στην πηχτή βροχή που κολλούσε στα πρόσωπα, γλιστρούσε στον λαιμό και πότιζε τα ρούχα ως μέσα. Εργάτες με τσάπες και φτυάρια στον ώμο σαν τουφέκια, ναυτικοί, Άγγλοι φαντάροι που άδειαζαν τα καμπαρέ για να επιστρέψουν στο Καραμπουρνάκι, όπου στρατωνίζονταν, νοικοκυραίοι που βιάζονταν να κονέψουν – ασφάλεια δεν υπήρχε σαν έπεφτε η νύχτα. Όλοι καθρεφτίζονταν διπλοί στα νερά του δρόμου, σαν μικρές βαρκούλες που έτρεχαν πλάι στα δεμένα πλεούμενα του λιμανιού. Ξέμακρα αραιές βροντές. Δεν ήταν βροχή. Ήχοι από μάχη ήταν – άγνωστο που. Στην δεξιά γωνία της πλατείας Αριστοτέλους ένα τριώροφο, με διπλές κολόνες στα κομψά του μπαλκόνια, με τις γωνίες αρμονικά στρογγυλεμένες, τα γαλλικά του παράθυρα κατάκλειστα, έστεκε βυθισμένο στην σιωπή. Στην προκυμαία τα φανάρια, κρεμασμένα από λεπτές μετάλλινες έλικες στις απολήξεις των στύλων, είχαν ανάψει. Αργοσαλεύοντας στο βουβό αντιμάμαλο, τριζοβολούσαν οι κάβοι, και τα γυμνά ξάρτια, σαν χειμωνιάτικες λεύκες στην ομίχλη, έσβηναν όσο το βλέμμα βυθιζόταν προς το λευκό πύργο. Σκάλες χτιστές, με κιγκλίδωμα από τη μια πλευρά, κατέβαζαν στο ύψος του νερού όσους έπρεπε να πάρουν βάρκα για να ακοστάρουν τα μεταγωγικά, φουνταρισμένα αρόδο.
 Μόλις χτες βράδυ τέτοια ώρα είχε ξεσπάσει βομβαρδισμός απρόσμενος. Όλα έδειχναν πως οι αντάρτες ήταν έτοιμοι να μπουν στην πόλη. Τα φώτα είχαν σβήσει, οι πόρτες μαντάλωσαν, σιωπή απλώθηκε από την παραλία ως την Άνω Πόλη και βουβαμάρα. Το πρωί οι αρχές είχαν ανακοινώσει πως οι εχθρικές δυνάμεις είχαν μείνει κρυμμένες, κανένας κίνδυνος, η Εθνοφρουρά κι η αγγλική ταξιαρχία εγγυούνταν την ασφάλεια των πολιτών. Κανείς δεν ήταν σίγουρος γι' αυτά, αλλά ο καλός λόγος πιάνει τόπο· το πρωί ο κόσμος πήγε στη δουλειά, τα μαγαζιά άνοιξαν. Πληροφορίες έτσι κι αλλιώς έβγαιναν με το τσιγκέλι, δεν έγινε γνωστό πού είχαν πέσει βόμβες, αν είχαν θύματα.
 Ανάμεσα στις σκιές που γλιστρούσαν στην παραλιακή, ξεχώρισε μια ψηλή σιλουέτα. Κάποιος με κούκο ναυτικό, ριγμένο πίσω να σκεπάζει τον σβέρκο του που μούσκευε απ' το νερό. Πλησίασε τα κάγκελα μιας σκάλας. Ένα δικάταρτο αργοσάλευε στο νερό, με διακοσμητικά κολονάκια στην κουπαστή της στρογγυλής του πρύμης και τη στενή σανίδα της σκάλας τραβηγμένη, σημάδι πως ο ναύτης ή ο καπετάνιος μέσα δεν ήθελε επισκέψεις. Ο άντρας σφύριξε σιγανά.
  Απ' την καμπίνα κάποιος πρόβαλε, έσπρωξε τη σανίδα στην προκυμαία, κι ο επισκέπτης τη δρασκέλισε, πάτησε στην πισσαρισμένη κουβέρτα και τράβηξε ίσια μέσα. Ο άλλος καταπόδι του σφάλισε την πόρτα και έσυρε τις κουρτίνες μπρος στα φινιστρίνια. Η λάμπα έριχνε πορτοκαλιές ανταύγειες στα πρόσωπά τους καθώς σκυμμένοι εξέταζαν το πακέτο από κερόχαρτο, που ο επισκέπτης ακούμπησε με θόρυβο στο τραπέζι, φανερά ικανοποιημένος. Δυο γερμανικά λούγκερ με γεμιστήρες.
   Ο Καβρουμάς περιμένει στην Εγνατία, έστειλε μήνυμα μ' έναν πολιτοφύλακα που περιπολεί εκεί. Απόψε λέει. Το σπίτι χθες χτυπήθηκε, κι αύριο θα 'ναι αργά – οι αρχαιολόγοι που σκάβουν απ' την Αψίδα του Γαλέριου ώς την πλατεία Ναυαρίνου χτενίζουν αυτή την περιοχή. Μπορεί να φτάσουν πρώτοι.
“Τι ανακατεύονται οι αρχαιολόγοι δεν καταλαβαίνω. Ζαβός είναι ο μπαγλαμάς, ο παλιοχαμάλης...”
“Για να το λέει, ξέρει... Ή κάτι βρήκε ή κάτι είχε λαθραίο που πρέπει να το βγάλει από κει... Αν είναι έτσι, σαλπάρεις απόψε κιόλας”.
Βιαστικά ετοιμάστηκαν και ξαναπάτησαν στην προκυμαία.
Άδεια και έρημη η πλατεία Αριστοτέλους έμοιαζε σκηνικό. Στη Μητροπόλεως κίνηση ακόμη αραιή, στρατιώτες κι ένοπλοι με πολιτικά γελούσαν κάτω από ένα φανάρι. Τσαλαβουτώντας στα νερά που κατέβαζαν οι δρόμοι έκαναν δεξιά στην Ερμού κι έπειτα ανηφόρισαν την Αγίας Σοφίας, αραιά και πού να φέγγει κανένα παράθυρο απ' τα σιωπηλά πλουσιόσπιτα. Μια μυρωδιά καμένου ξύλου έξυνε τα ρουθούνια τους. Ο Ισίδωρος οδηγούσε μπρος, ο Φάνης με το κεφάλι χωμένο σε πλεχτή σκούφια κοντανάσαινε και αναρευόταν τα φασόλια που είχε χλαπακιάσει για να προλάβει ν' ασφαλίσει το καΐκι.
Στο ύψος της πλατείας Αγίας Σοφίας, πήραν την Εγνατία αριστερά. Ο μακρύς αρχαίος δρόμος στένευε στο βάθος κι έσβηνε στην ομίχλη και στην σκοτεινιά της άφεγγης νύχτας. Λακκούβες έχασκαν παντού και τα δεντράκια αργοκουνούσανε τα φύλλα που 'δερνε βουβή η βροχή.
Ξάφνου ο Ισίδωρος έκοψε βήμα, με το χέρι σταμάτησε τον ναυτικό. Τα χαλάσματα στο πεζοδρόμιο τους έκλειναν τον δρόμο. “Χτυπήθηκε, λέει ο κοπρίτης... Αυτό διαλύθηκε εντελώς”. Πλάι ένας τοίχος παλιού σπιτιού ορθωνόταν μισογκρεμισμένος. Δυο μέτρα πάνω από την πόρτα της πρόσοψης με τους παραστάτες, η θέα ήταν ελεύθερη στον ουρανό, ανάμεσα σε ακανόνιστα σπασίματα. Το υπόλοιπο σπίτι είχε καταρρεύσει εσωτερικά και μόνο ένα σανιδένιο πάτωμα, σαν χαλασμένο δόντι, έγερνε στηριγμένο στην μεσοτοιχία του διπλανού σπιτιού που έστεκε απείραχτο.
Δρασκέλισαν χαλάσματα, έσπρωξαν την ξεπαρταλωμένη πόρτα, πέρασαν μέσα. Στο ισόγειο κάποιοι απ' τους τοίχους μέναν όρθιοι. Η βροχή είχε διώξει την σκόνη που, ακόμα το πρωί, χόρευε πάνω απ' τα χαλάσματα της χτεσινής καταστροφής. Τα σημάδια έδειχναν πλούσιο νοικοκυριό. Ταπετσαρίες, μαρμάρινοι πάγκοι, διακοσμητικές υδρίες, όλα κάτω από χώματα και πέτρες. Οι τραβέρσες του ορόφου είχαν σηκωθεί προς τον ουρανό σαν σκελετός κήτους που έλιωσε.
Ένα σφύριγμα – πίσω από έναν τοίχο πρόβαλε η σιλουέτα του Καβρουμά, του χτεσινού χαμάλη που 'χε πλουτίσει εκβιάζοντας εαμικούς και παραδίνοντάς τους έπειτα στην Ασφάλεια. Πάλευε να ξετυλίξει μια σχοινένια ανεμόσκαλα.
“Τύχη στην ατυχία, καρδάσια”, σφύριξε ο Καβρουμάς. “Ξέρεις ποιανού είναι το αρχοντικό; Του Ουζιέλ. Μου 'δωσε τα κλειδιά μια αρμένισσα που τους δούλευε πριν από την Κατοχή. Την ξετρύπωσα στην Τριανδρία, παράστησα πως είχα γράμμα από τον Οβριό, “ο κύριος Αβραάμ σώθηκε”, της είπα, “ζει κι είναι στην Ιταλία. Μ' ορμήνεψε να πουλήσω το σπίτι”. Το 'χαψε δεν το 'χαψε η γριά μ' έδωσε το κλειδί και πέρασα τρεις μήνες σαν άρχοντας – εδώ μέσα, που ο πατέρας μου δούλευε στο χτίσιμο... Αυτός μ' έχει ειπωμένα για το πηγάδι. Το 'χαν παραχωμένο απ' όταν ξαναφτιάχτηκε το σπίτι, επί Αβδούλ Χαμίτ. Αρχαίο σου λέει. Δεν ήθελε κήπους και πηγάδια ο Ουζιέλ, ήθελε αρχοντικό να δίνει χορούς και να 'χει λούσα. Το σκέπασαν λοιπόν και πάνω του έγινε η κουζίνα. Ο γέρος μου χτυπούσε με την αξίνα τις πλάκες που αντηχούσαν κούφιες από κάτω, για χάζι, μικράκι ήμουν, σα μ' έφερνε να φάω καμιά σούπα και με δώσει απ' τ' αποφόρια των αρχοντόπουλων η μάνα τους. Και που λες, χτες βράδυ που έλειπα κι έγινε το κακό... λίγο έλειψε να 'μαι μέσα (γέλασε ξανά με το δυσάρεστο γέλιο του) με την κόρη της κυρα-Ευανθίας της καθηγήτριας, που πέρσι της τουφεκίσαν τον κουκουέ τον άντρα της και όλο με καλοπιάνει, που δεν γύριζε να με φτύσει το λέσι... Φέρνω εδώ την κόρη και την καλαφατίζω με την ησυχία μου... Χεχεχε... Διάολε, έχει ο καιρός γυρίσματα, έτσι, Ισίδωρε;”
“Δε βλέπω άλλο σπίτι καμένο”, είπε ο Φάνης με σιχασιά στη φωνή.
“Έπεσαν όλμοι, συνέχισε ο παλιός χαμάλης στον ίδιο τόνο. “Μάλλον πάνω, απ' τα βόρεια... Μπορεί τίποτα ελεύθεροι... Χωρίς να το ξέρω κοιμόμουν πάνω σε μια μπόμπα, καρδάσια! Το σπιτικό του Εβραίου κάποιος πριν από μένα το ΄κανε αποθήκη πυρομαχικών. Στ' άλλα πιο κάτω έσπασαν παράθυρα, άνοιξαν στέγες. Τούτος εδώ ο διάβολος τινάχτηκε ολοσούμπιτος στον αέρα... Γύρισα και σπίτι δεν βρήκα. Αλλά ψάχνοντας να ξεχώσω κάτι δικά μου πράγματα απ' το ισόγειο... (σταμάτησε και τους κοίταξε θριαμβευτικά) φανερώθηκε το πηγάδι!”
Οι άλλοι τον κοιτούσαν με μάτι γυάλινο.
“Το πηγάδι, μωρέ πεζεβέγκηδες! Α, να πάρει και να σηκώσει, δεν καταλαβαίνετε. Αρχαίο πηγάδι είναι... Το 'θαψε ο γερο-Ισαάκ, μη βρει μπελά, αν και τότε δεν είχε Αρχαιολογία... Χέστηκε ο Τούρκος κι αν είχε βρει το Μεγαλέξανδτρο θαμμένο στο κελάρι του ο χαχάμης... Αλλά ο γέρος μου είχε ακουστά ιστορίες γι' αυτό από τους ανθρώπους της περιοχής... Και μ' είχε πει... Για το θαυματουργό νερό! Πως τράβαγαν κρυφά κι έπιναν τα κορίτσια κι η κυρά του η καλή κι έμεναν νέες κι όμορφες... Τ' ανακάλυψε ένα σκυλάκι που 'χε κι έπαιζε μια απ' τις μικρές, σαν έπεσε στο πηγάδι. Το 'βγαλαν ύστερ' από τρία χρόνια, απείραχτο, κι άρχισε να τρέχει και να γαβγίζει πάνω-κάτω... Είναι κι άλλες ιστορίες που 'λεγαν οι παλιοί... Ε, ναι! Τι άλλο; Για τον θησαυρό του Κάσσανδρου, του Αλέξανδρου... ή δεν ξέρω ποιανού... Πολλά χρυσά...”.
“Αν είναι μόνο γι' αθάνατο νερό, πάω πίσω στο καΐκι”, είπε ο Φάνης.
Ο Καβρουμάς τον άδραξε απ' το μπράτσο.
“Μην είσαι βλάκας! Θέλω μπράτσα για ν' ανεβάσω ένα κασόνι που είδα...”, είπε πιο δυνατά, τονίζοντας μια μια τις λέξεις. “Κατέβηκα τ' απόγευμα κι έφεξα μέσα... Κάτω κάτω έχει νεράκι, ως ένα μέτρο. Άλλο ένα μέτρο απ' το νερό είναι ένα άνοιγμα... Κρεμάστηκα με το σκοινί και το είδα μια μικρή κασέλα, σιδεροδεσιά, καρφιά στις κόχες, χερούλι πλάι... Αλλά έχει μπάζα... Δεν μπορώ μόνος”.
Πέρασε πλάι, εκεί όπου ήταν η κουζίνα. Ανάμεσα στις σπασμένες πλάκες είδαν θαμμένο πηγάδι. Ασφάλισαν την ανεμόσκαλα πλακώνοντας μπάζα. Ο Ισίδωρος άναψε την λάμπα κι έφεξε να κατέβει πρώτος ο χαμάλης που ήξερε τα πατήματα. Ύστερα, καθώς τον είδε να χάνεται σ' ένα άνοιγμα πάνω στην λιθιά του πηγαδιού, ακολούθησε κι έκανε νόημα στον Φάνη να 'ρθει κι αυτός. Το πηγάδι ήταν κάτι παραπάνω από δυο μέτρα φάρδος, με πέτρες σμιλεμένες και μικρά κεραμίδια χωμένα στα διάκενα. Το άνοιγμα στο πλάι είχε σκαλιστό πλαίσιο.
Τελευταίος κατέβηκε ο Φάνης, ρίχνοντας μια ματιά να σιγουρευτεί πως η ανεμόσκαλα στέκει στη θέση της και να θαυμάσει τον ουρανό που άρχισε να καθαρίζει. Τα χώματα που έτριβε η σκάλα στο φρόχειλο του πηγαδιού έπεσαν πίσω στο νερό και το θόλωσαν. Την ώρα που έσκυβε να μπει στο άνοιγμα πίσω από τους άλλους, αισθάνθηκε δυο χέρια να τον αρπάνε απ' τους αστραγάλους. Με μια φωνή βούτηξε στο πηγάδι. Πάλευε με κλειστά μάτια, κρατώντας την ανάσα, αισθανόταν να τον πνίγουν. Για μια στιγμή πρόλαβε πάνω απ' τη στάθμη του νερού και άκουσε τις άγριες φωνές των άλλων που ΄χαν ριχτεί πάνω από το άνοιγμα να δουν τι είχε γίνει. Ο Ισίδωρος τράβηξε το λούγκερ, πήδηξε μέσα κι αυτός πίσω απ' τον Καβρουμά και πατώντας τώρα στο βυθό πάσχιζε να κρατήσει το δεξί του λεύτερο να σημαδέψει. Η λάμπα μισόφεγγε δίπλα στο άνοιγμα. Τα μάτια του Ισίδωρου προσπάθησαν να ξεχωρίσουν τον άγνωστο. Ήταν αποφασισμένος να του την ανάψει – ας ακουγόταν ώς την Εγνατία... ο κόσμος ήταν μαθημένος ν' ακούει πιστολιές και τουφεκιές, κανείς δεν θα ΄βγαινε βραδιάτικα να δει.
Έπειτα σαν να ξεχώρισε το κεφάλι το άγνωστου, πίεσε την σκανδάλη και έριξε στα τυφλά. Ο πυροβολισμός βούιξε άγρια στα στενά τοιχώματα και για μια στιγμή έχασαν την ακοή τους και νιώσαν σαν να 'σπασαν τα τύμπανα. Ο Καβρουμάς χτυπημένος θανάσιμα λύγισε, τα χέρια του σπαρτάρησαν και έπεσε με τα μούτρα στο νερό.
“Τον σκότωσα;” ρώτησε ο Ισίδωρος.
“Φέξε να τον δω τον άλλο τον ρουφιάνο... ποιος είναι”, σφύριξε λαχανιασμένος ο Φάνης.
Ο άγνωστος στεκόταν τώρα ο μισός έξω απ' το νερό, κοιτώντας έκπληκτος το λούγκερ που κάπνιζε και το νεκρό σώμα του Καβρουμά που είχε κάτσει στον πάτο. Καθώς ο Φάνης σκαρφάλωσε κι άρπαξε την λάμπα, είδανε θέαμα αλλόκοτο. Ήταν ένας άντρας, ίσως στα τριάντα, με γενειάδα πλεγμένη κοτσίδες, μουστάκια που σκεπάζανε το στόμα. Το πανωκόρμι του ήταν σκεπασμένη με θώρακα από δέρμα βοδιού, δεμένον στους ώμους με τελαμώνες, τα γυμνά μπράτσα, λευκά κάτω από τις ξανθές τρίχες, τα έζωναν στους καρπούς δερμάτινες ταινίες με άκανθες και σταυρούς, και στο κεφάλι, στερεωμένο με λουρί κάτω απ' το σαγόνι του, κράνος με χάλκινο στεφάνι που τέλειωνε σε σταυρό πάνω απ' το μέτωπο, με τον φτερωτό δράκο των άτακτων Καταλανών μισθοφόρων που έχουν βρεθεί μαζί με τους Ζηλωτές όταν είχαν εγκαθιδρύσει αυτόνομη κομμούνα στην πόλη. Πριν ακριβώς εξακόσια χρόνια.
“Τι είσ' εσύ ρε μασκαρά!” έκανε ο Φάνης κολλώντας το πρόσωπο στα μούτρα του αιχμαλώτου.
Και τότε διέκρινε στον γυμνό λαιμό του άλλου τα γδαρσίματα απ' τα νύχια του χαμάλη που του 'χαν σκίσει το κρέας, και τώρα έκλειναν, μπρος στα έκπληκτα μάτια του, σαν σχέδια χαραγμένα στο δέρμα που τα έσβηνε το νερό.
“Οι πληγές του κλείνουν”, Βόγκησε. “Το νερό!” έκανε μετά σαν τρελός και γύρισε να δει τον Ισίδωρο που πριν λίγο γελούσε μαζί του με τα λόγια του σκοτωμένου. “Το αναθεματισμένο το νερό... Τι λες γι' αυτόν εδώ; Σου μοιάζει εσένα για Άγγλος, Γερμανός, ή για δικός μας κατσαπλιάς; Ε; Τι λες τώρα; Τον βλέπεις, μωρέ;”
Και τραβώντας τον αιχμάλωτο από κει που τον κρατούσε, τον έσυρε χωρίς αντίσταση κοντά να του τον δείξει. Δεν χρειαζόταν. Το πηγάδι ήταν πολύ στενό, τον έβλεπε καλά ο Ισίδωρος. Δεν πίστευε στα φαντάσματα, και ο Καβρουμάς, που μόλις τον είχε σκοτώσει, τον απασχολούσε περισσότερο από τον άντρα με την παράξενη αρματωσιά.
“Τι είσαι, λέγε!”
“Μασκαράς είναι”, μούγκρισε ο Φάνης, “τι άλλο να 'ναι; Παράνομος, αντάρτης, Ρώσος, Βούλγαρος, Σέρβος, ξέρω και γω; Παλιοκομμούνι του κερατά, κρύβεται εδώ να μην τον πιάσουν, Σέρβος αντάρτης, τι να 'ναι ο πούστης! Τι είσαι, μωρέ;”
“Έχω μήνυμα της σύναξης προς τον Κράλη...”
“Θα σου πιω το αίμα, ρουφιάνε!” φώναξε ο άλλος μανιασμένος “Ποια σύναξη; Και τι κράλη μου λες;”
“Α! Εσύ! Εσύ!”
Ο μακρυμάλλης όρμησε κι έχωσε τα χέρια του στα νερά κι ανάσυρε τον νεκρό Καβρουμά, τινάζοντάς τον πέρα δώθε για να τον ζωντανέψει.
“Εσύ, άθλιε!” φώμαξε με φωνή αλλοιωμένη τώρα από την ένταση. “Το πηγάδι! Το πηγάδι! Χάθηκα! Πού το μήνυμα που με ήρπασες;
Παρατηρώντας το άψυχο κορμί ο Καταλανός έσπρωξε πέρα τους δυο άλλους και όρμησε να χωθεί στο άνοιγμα που έχασκε πάνω τους. Η λάμπα έφυγε απ' τα χέρια του Φάνη. Μες στο σκοτάδι τον άκουσαν να στηρίζεται με τα στιβάλια στις προεξοχές της πέτρας και να σκαρφαλώνει. Κρατημένος από την ανεμόσκαλα, ο Ισίδωρος έφτασε γρήγορα στο ύψος του ανοίγματος. Ψύχραιμα, αποφασιστικά σήκωσε ξανά το λούγκερ και έριξε. Ακούστηκε η φωνή του άλλου, ένα σύρσιμο στα χώματα κι έπειτα ρόγχος δυνατός που σταμάτησε το ίδιο απότομα όπως είχε αρχίσει.
Λίγη ώρα αργότερα οι δυο άντρες δρασκέλισαν πάλι τη σανίδα και αμπαρώθηκαν στο καΐκι. Κάτω από το φως της λάμπας ο Ισίδωρος άπλωσε στο τραπέζι το κιτρινισμένο χαρτί και τα μάτια του πέρασαν τις καλλιγραφημένες αράδες χωρίς να τις καταλαβαίνει. Κομπιαστά, αλλά δυνατά διάβασε όλο το κείμενο. Κι ο καπτα-Φάνης άκουγε, ρουφώντας αργά μέσ' από ένα τσίγκινο κύπελλο το κρύο τσάι που είχε μείνει από το πρωί στην τσαγιέρα.
Ένδοξε της Σερβίας Κράλη, και Κραταιέ Αυτοκράτορ Στέφανε, και Σέρβοι εν Χριστώ αδελφοί, λάβετε την απόφασιν της διοικούσης συνελεύσεως της πόλεως Θεσσαλονίκης, και άπαντος του ευσεβούς λαού και κλήρου των εν Χριστώ συστασιωτών Αδελφών Ζηλωτών, ότι χρεία μεγίστη όπως απέχητε της πόλεως ίνα μηδόλως εξαφθή η οργή των ευσεβών κατά εισβολέως ξενικού και κατατάξωσι ημάς μετά των οπαδών του Σφετεριστού κυρ Ιωάννη Καντακουζηνού, και αποβάλωσι εις πυρ το εξώτερον. Οι αρχηγοί ητήσαντο την βοήθειαν Υμών, Άναξ Σεβαστέ και Ένδοξε. Ημείς άλλα φρονούντες και περί της κοινής σωτηρίας της Ζηλωτείας Στάσεως και του λαού, διά της παρούσης, ην ενεπιστεύθημεν τω αδελφώ Χοσετίω, σπαθαρίω παρά τω ευσεβεί ημών στρατεύματι, καίτοι δε Καταλανού πιστού τω αληθεί Θεώ, ηρωικώς μαχηθέντος υπέρ του Σταυρού και της Πίστεως, δεόμεθά Σου όπως απόσχης της υπό των Αρχόντων ημών αιτουμένης βοηθείας. Τούτο δε λέγομεν, αδελφοί, προς υμάς. Ότι έχομεν κράτος δικαίου, ειρήνην τε και δικαιοσύνην, και ότι πάντες νυν ομολογούσι στερράν κατά Χριστόν διοίκησιν λαού και πόλεως κατά τας προσταγάς του Ιερού Ευαγγελίου, πάνυ κατισχύσαντες των Δυνατών τη βοηθεία Παναγίας της Παρθένου και πάντων των Αγίων. Ότι νυν δίκαιον εν τη Πόλει εστί το των ακλήρων και των ηγιασμένων μαρτύρων ημών των όπλων της Ζηλωτείας ημών Στάσεως και της ρομφαίας της Δικαοσύνης καταπεσόντων επί των επαράτων εχθρών της βασιλείας των Ουρανών. Και πάσα αρωγή υμών θέλει ερμηνευθεί ως διά των όπλων άλωσις και κυριαρχία και νέα δουλεία του ευσεβούς λαού τη υμετέρα κραταιά χειρί και τω σερβικώ στρατεύματι. Δι' ο και ικετεύομεν όπως απόσχητε της αιτηθείσης βοηθείας. Και έσεται βραδύτερον καιρός...
Εκεί το γράμμα σταματούσε σκισμένο.
“Δεν ξέρω τι σκατά γράφει”, είπε ο Φάνης στραγγίζοντας το τσάι από το κύπελλο. “Αλλά το γράμμα αυτό, αν δεν είναι ψεύτικο, πάντως ποτέ δεν έφτασε στον προορισμό του... Λες να 'πιανε τίποτα, αν βρισκόταν ο κατάλληλος άνθρωπος;”
Μέσα στο στενό πηγάδι, στο γκρεμισμένο αρχοντικό Ουζιέλ, ο Καβρουμάς ανασηκώθηκε από τα νερά και κοίταξε γύρω του απορημένος. Πού πήγαν οι άλλοι; Τι απόγινε ο κατσαπλιάς που κρυβόταν στο ίδιο σπίτι μαζί του τόσες βδομάδες; τι έγινε ο θησαυρός στην κρύπτη;
“Α, θα μάθω, λέσια, καθάρματα, πού θα μου πάτε; Θα μάθω!”
Κι έτσι βρεγμένος, να στάζει ολόκληρος βγήκε ξανά στην Εγνατία και τράβηξε βιαστικά για την Γενική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης.


Αλέξης Πανσέληνος
από το βιβλίο του ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΦΟΝΟΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!